- εὐδαιμονοίης
- εὐδαιμονέωto be prosperouspres opt act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδαιμονώ — έω (ΑΜ εὐδαιμονῶ, έω Μ και άω) [ευδαίμων] είμαι πράγματι ευτυχισμένος, δεν έχω δυσκολίες ή στενοχώριες αρχ. 1. πλεονεκτώ («ἡ τυραννὶς πολλὰ τ ἄλλ εὐδαιμονεῑ κἄξεστιν αὐτῇ δρᾱν... ἂ βούλεται», Σοφ.) 2. και ως ευχή («εὐδαιμονοίης», Ευρ.) … Dictionary of Greek